- κόιξ
- ο (Α κόϊξ)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδηαρχ.1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου δείχνει ότι ίσως πρόκειτια για δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως (πρβλ. κούκι). Από συμφυρμό τού υποκορ. παραγώγου τού κοΐκιον με αρκτικό σ- από σκεῦος ή σπυρίς προέκυψε ο τ. σκοίκιον «καλαθένιο σκεύος». Μαρτυρείται επίσης ο τ. κόϊς].
Dictionary of Greek. 2013.